ΑΓΑΠΗΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. Από καιρό ήθελα να σου γράψω, γιατί έχω ανάγκη να σου μιλήσω. Μεγάλωσα πια κι όλο έλεγα να σου στείλω ένα γράμμα, αλλά κάτι γινόταν και το ανέβαλλα. Τώρα όμως ήρθε η ώρα να σου πω όσα σκέφτομαι για σένα.
Μικρός μάθαινα στα φοβερά παραμύθια που μεγάλωσαν τους αρχαίους πρόγονους μου, πως εσύ (Κράτος) και η φίλη σου (η Βία) φυλάγατε προσεκτικά τα διαμερίσματα του ψηλά στον Όλυμπο, μην τυχόν και μπει κάποιος ανεπιθύμητος μέσα και του χαλάσει την ησυχία του.
Μετά πέρασαν πολλά χρόνια και έμαθα πως ήσουν κάτι πολύτιμο και χρήσιμο κι έπρεπε να σε σέβομαι και να σε υπακούω, αν ήθελα κι εγώ να προοδεύσω και να γίνω σπουδαίος υπήκοος σου.
Αλλά, Κράτος μου, ποτέ δεν κατάλαβα ποιο είσαι, τι είσαι, ήμουν πάντα περίεργος να δω το πρόσωπο σου, τα μάτια σου, τα χέρια σου, αλλά το μόνο που έβλεπα ήταν το στομάχι σου, που όλο φούσκωνε και φούσκωνε απ' τη μάσα. Έτρωγες τον «άμπακα» και φοβόμουν μήπως σκάσεις απ' το πρήξιμο, αλλά εσύ όλο έτρωγες και έτρωγες και σταματημό δεν είχες.
Πάντα πίστευα πως θα 'βλεπα σε σένα ένα συμπαθητικό και στοργικό πρόσωπο που θα το εμπιστευόμουν, όποτε θα είχα ανάγκη, που θα με συμβούλευε όταν έκανα κάτι άσχημο. Αλλά μονίμως το μόνο που έβλεπα ήταν η τεράστιο κοιλιά σου κι ένα στομάχι που δεν έλεγε να κορέσει την πείνα του.
Ε, είπα κάποια στιγμή θ' ανέβαζες χοληστερίνη οι τιμές στις εξετάσεις σου θα ήταν τέτοιες που αναγκαστικά θ' άρχιζες τη δίαιτα, γιατί αν συνέχιζες θα έσκαγες απ' το πολύ φαΐ. Μάταια όμως. Το μόνο που ήθελες ήταν να τρως ασύστολα ό,τι έβρισκες μπροστά σου. Προγράμματα, επιδοτήσεις, μίζες όλα μια χαψιά τα έκανες. Και δε φτάνει που δε σταματούσες τη μάσα, αλλά ήθελες την ίδια στιγμή εγώ να μην τρώγω τίποτα, έστω για να επιβιώσω. Κι όσο σ' άνοιγε η όρεξη τόσο μ' άφηνες εμένα στη νηστεία. Στην αρχή στενοχωριόμουν, μετά πεινούσα, μετά τσατιζόμουν αλλά...
Αλλά εσύ βρε Κράτος έχεις γίνει πια τέρας. Δε φτάνει που τα τρως όλα, δεν σου αρκεί που από μένα μόνο ζητάς, κι αν δε σου δίνω μου τα παίρνεις, αλλά τώρα άρχισα να σε φοβάμαι. Ναι μα το θεό. Σε βλέπω και τρέμω...
Κράτος, λυπάμαι που θα στο πω εγώ, που κανονικά θα έπρεπε να σε σέβομαι και να σε αγαπώ, αλλά έχεις μεταμορφωθεί από ένα τέρας με τεράστια κοιλιά σ' ένα κανονικό, φρικτό και διεστραμμένο ΚΑΝΙΒΑΛΟ.
Εσύ έχεις βαλθεί να με φας ζωντανό. Το ξέρω, το βλέπω, το αισθάνομαι. Αρχίζω ν' αντιλαμβάνομαι πως δεν έχω να κάνω με τέρας αλλά με κανίβαλο, αλλά μη νομίζεις ότι θα κάτσω να με φας έτσι εύκολα σαν κολατσιό. Είδες και ο άλλος, ο Πολύφημος τι έπαθε. Κανίβαλος τεραστίων διαστάσεων αλλά δεν κατάλαβε από πού του 'ρθε. Ο Οδυσσέας του την έβγαλε τη ...ματάρα κι ας είχε τον Ποσειδώνα πατέρα. Κι εσύ τώρα στηρίζεσαι στο δικό σου «Ποσειδώνα», που είναι Γερμανός, αλλά μάθε πως εγώ δεν ...τρώγομαι με τίποτα.
Σε παρακαλώ, Κράτος μου μη σου κακοφαίνεται που δε σε σέβομαι, σε απεχθάνομαι και θέλω να σε στείλω στα Τάρταρα της Ιστορίας. Δεν αξίζεις τίποτα και για να είμαστε ειλικρινείς ποτέ δεν άξιζες. Απλά βόλευες κάτι «δικούς» σου κι έκαναν τα στραβά μάτια και μεγάλωνε κι αυτών η κοιλιά τους, μαζί με τη δική σου.
Αλλά να ξέρεις πως όλα εδώ πληρώνονται. Μπορεί να γλίτωσες απ' τη χοληστερίνη μετά από το τόσο φαγοπότι που έριξες χρόνια τώρα, αλλά ότι θα κάτσω να φαγωθώ από εσένα, μάλλον κακά σου το είπανε.
Εγώ όφειλα να σου το πω για να μην μου έχεις κανένα παράπονο. Είπαμε να σε ταΐσω, γιατί η κοιλάρα σου είναι μεγάλη, σου 'δωσα, σου ξανάδωσα, αλλά εμένα δε θα με φας. Και στο κάτω – κάτω δε σου 'χω και μεγάλη υποχρέωση. Μόνο τη «θηλυκιά» Πατρίδα αγαπώ. Εσύ ένα «ουδέτερο» και ερμαφρόδιτο πράγμα είσαι, που άλλοτε έχεις τη μούρη του...Αλογοσκούφη κι άλλοτε τη φάτσα του Στουρνάρα.
Κράτος εγώ σε προειδοποίησα, για να μην έχεις παράπονο και να λες ότι δε σου το είπα. Αρκετά σε ανέχτηκα φρικτό κανιβαλάκι!!!
ΥΓ. Η υπομονή μου έχει εξαντλήσει 2/3 των ορίων της. Σου θυμίζει κάτι;
Μιχάλης Τζανάκης
Navigation
Post A Comment:
0 comments: